Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Η σοσιαλδημοκρατική αυταπάτη

του Ιμμάνουελ Βάλερσταϊν

Η σοσιαλδημοκρατία έφτασε στο απόγειό της στην περίοδο από το 1945 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Εκείνη την εποχή αντιπροσώπευε μια ιδεολογία και ένα κίνημα που απαιτούσε τη χρήση των κρατικών πόρων, για την εξασφάλιση της αναδιανομής εισοδήματος στην πλειονότητα του πληθυσμού μέσω συγκεκριμένων τρόπων, όπως π.χ. της επέκτασης των υποδομών εκπαίδευσης και υγείας και των εγγυήσεων ενός σταθερού επιπέδου διαβίωσης, για την υποστήριξη των «μη αμειβομένων» μελών της κοινωνίας, όπως των παιδιών και των ηλικιωμένων, και της ύπαρξης προγραμμάτων μείωσης της ανεργίας. Η σοσιαλδημοκρατία υποσχόταν ένα συνεχώς βελτιούμενο μέλλον για τις ερχόμενες γενιές και μια διαρκή αύξηση του επιπέδου των εθνικών και οικογενειακών εισοδημάτων. Αυτό ονομάστηκε κράτος-πρόνοιας. Ήταν μια ιδεολογία βασισμένη στην άποψη ότι ο καπιταλισμός μπορούσε να μεταρρυθμιστεί και να αποκτήσει πιο ανθρώπινο πρόσωπο.
Οι σοσιαλδημοκράτες ήταν πιο ισχυροί στη Δυτική Ευρώπη, τη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, τον Καναδά και τις ΗΠΑ (όπου αποκαλούνταν Δημοκρατικοί του Νιου Ντιλ) –με λίγα λόγια, στις εύπορες χώρες του παγκοσμίου συστήματος, αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί «πανευρωπαϊκός κόσμος». Υπήρξαν δε τόσο επιτυχημένοι στο εγχείρημά τους ώστε οι κεντροδεξιοί αντίπαλοί τους υιοθέτησαν επίσης την ιδέα του κράτους-πρόνοιας, προσπαθώντας απλώς να περιορίσουν το κόστος και το μέγεθός του. Στον υπόλοιπο κόσμο, οι διάφορες χώρες προσπάθησαν να μιμηθούν τον αναπτυγμένο Βορρά με προγράμματα εθνικής «ανάπτυξης».
Η σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσε ένα απόλυτα επιτυχημένο πρόγραμμα εκείνη την περίοδο και διατηρήθηκε σε ισχύ μέσω δύο δεδομένων της εποχής: την απίστευτη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία δημιούργησε τους πόρους που διευκόλυναν την αναδιανομή εισοδήματος, και την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, η οποία επέτρεψε τη σχετική σταθερότητα του παγκοσμίου συστήματος και ειδικά την απουσία βίαιων ανακατατάξεων στην εύπορη ζώνη του πλανήτη.
Αυτή η ειδυλλιακή εικόνα δεν έμελλε να διαρκέσει. Οι δύο συνθήκες που απαιτούνταν για τη διατήρησή της έφτασαν στα όριά τους. Η παγκόσμια οικονομία σταμάτησε να μεγεθύνεται και εισήλθε σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης, την οποία ακόμη ζούμε, και οι ΗΠΑ άρχισαν αργά, αλλά σταθερά, να παρακμάζουν ως παγκόσμια ηγεμονική δύναμη. Και οι δύο αυτές νέες πραγματικότητες έχουν επιταχυνθεί σημαντικά μέσα στον 21ο αιώνα.
Η νέα εποχή, που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, είδε το τέλος της παγκόσμιας ομοφωνίας πάνω στα πλεονεκτήματα του κράτους-προνοίας και την ελεγχόμενη από το κράτος ανάπτυξη. Αντικαταστάθηκε από μια νέα πιο δεξιά ιδεολογία, που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός ή «συναίνεση της Ουάσιγκτον», η οποία διακήρυττε τα πλεονεκτήματα της κυριαρχίας των αγορών και όχι των κυβερνήσεων. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα βασιζόταν σε μια υποτιθέμενη νέα πραγματικότητα «παγκοσμιοποίησης», για τη διαχείριση της οποίας δεν υπήρχε άλλη εναλλακτική λύση.
Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων προγραμμάτων φάνηκε να διατηρεί υψηλά τις χρηματιστηριακές αγορές, αλλά ταυτόχρονα οδήγησε σε αυξημένα επίπεδα χρέους και ανεργίας και χαμηλότερα πραγματικά εισοδήματα για την πλειονότητα του παγκοσμίου πληθυσμού. Παρ’όλα αυτά, τα κόμματα που υπήρξαν οι κύριοι υποστηρικτές των κεντροαριστερών κοινωνικών προγραμμάτων μετακινήθηκαν προς τα δεξιά, αλλάζοντας ρότα σε σχέση με το κοινωνικό κράτος, και υιοθέτησαν πλέον τη θέση ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων έπρεπε να περιοριστεί κατά πολύ.
Αν και τα αρνητικά αποτελέσματα έγιναν αμέσως αισθητά ακόμη και στην πλειονότητα των πληθυσμών στον πλούσιο πανευρωπαϊκό κόσμο, οι επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο ήταν πραγματικά δυσβάστακτες. Το αποτέλεσμα ήταν οι κυβερνήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών, εκμεταλλευόμενες τη σχετική οικονομική και γεωπολιτική υποχώρηση των ΗΠΑ (και γενικότερα του πανευρωπαϊκού κόσμου), να εστιάσουν στην εθνική τους «ανάπτυξη». Χρησιμοποίησαν έτσι τους κρατικούς τους μηχανισμούς και τα χαμηλά κόστη παραγωγής για να μετατραπούν σε αναδυόμενες οικονομίες. Όσο πιο «αριστερή» ήταν η φρασεολογία και η πολιτική τους δέσμευση, τόσο πιο αποφασισμένες ήταν να «αναπτυχθούν».
Θα έχει, άραγε, η εν λόγω πολιτική, για τις συγκεκριμένες χώρες, τα θεαματικά αποτελέσματα που είχε για τον πανευρωπαϊκό κόσμο στην περίοδο μετά το 1945;
Είναι αμφίβολο αν θα αποδώσει το ίδιο, παρά τους εκπληκτικούς δείκτες ανάπτυξης που εμφανίζουν κάποιες από τις χώρες αυτές και ειδικά οι BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα), μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια. Ο λόγος είναι πως υπάρχουν σοβαρές διαφορές ανάμεσα στην κατάσταση του σημερινού παγκοσμίου συστήματος και αυτού της μετά το 1945 εποχής.
Πρώτο. Τα πραγματικά κόστη παραγωγής, παρά τις νεοφιλελεύθερες προσπάθειες μείωσής τους, είναι στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερα από αυτά της μετά το ’45 εποχής και απειλούν τις πραγματικές πιθανότητες συσσώρευσης κεφαλαίου. Αυτό κάνει τον καπιταλισμό λιγότερο ελκυστικό στους καπιταλιστές, οι πιο οξυδερκείς απ’ τους οποίους ήδη αναζητούν εναλλακτικές οδούς διατήρησης των προνομίων τους.
Δεύτερο. Η ικανότητα των αναδυομένων οικονομιών, να αυξάνουν βραχυπρόθεσμα τον πλουτισμό τους, δημιουργεί δυσκολίες στην διαθεσιμότητα πόρων για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους. Έτσι, έχει ξεκινήσει μια ολοένα επιταχυνόμενη κούρσα για απόκτηση γης, νερού, τροφής και ενεργειακών πηγών, η οποία όχι μόνο οδηγεί σε άγριες συγκρούσεις, αλλά μειώνει με τη σειρά της την παγκόσμια δυνατότητα των καπιταλιστών να συγκεντρώσουν κεφάλαια.
Τρίτο. Η τεράστια άνοδος της καπιταλιστικής παραγωγής έχει τόσο σοβαρές επιπτώσεις στην παγκόσμια οικολογία, ώστε ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια κλιματική κρίση με συνέπειες που απειλούν την ποιότητα ζωής σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Έχει επίσης δώσει ώθηση σε ένα κίνημα που πιέζει για ριζική αναθεώρηση των εννοιών της μεγέθυνσης και ανάπτυξης ως οικονομικών στόχων. Η ολοένα αυξανόμενη απαίτηση για μια διαφορετική πολιτισμική προοπτική αποτελεί αυτό που αποκαλείται στη Λατινική Αμερική κίνημα του «buen vivir» (του βιώσιμου κόσμου).
Τέταρτο. Οι απαιτήσεις των διαφόρων ομάδων για πραγματική συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων ανά τον κόσμο δεν απευθύνονται αποκλειστικά στους «καπιταλιστές», αλλά και στις «αριστερές» κυβερνήσεις που προάγουν την εθνική «ανάπτυξη».
Πέμπτο. Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων, μαζί με την προφανή υποχώρηση της προηγούμενης ηγεμονικής δύναμης, έχει δημιουργήσει ένα κλίμα συνεχών, ακραίων διακυμάνσεων στην παγκόσμια οικονομία και στην παγκόσμια γεωπολιτική κατάσταση, με αποτέλεσμα την παράλυση των επιχειρηματιών, αλλά και των κυβερνήσεων παγκοσμίως. Ο βαθμός της αβεβαιότητας, μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα, έχει αυξηθεί σημαντικά, μαζί με το πραγματικό επίπεδο της βίας.
Η σοσιαλδημοκρατική λύση έχει έτσι καταστεί μια αυταπάτη. Το ερώτημα είναι τι θα την αντικαταστήσει για τη μεγάλη πλειοψηφία του παγκοσμίου πληθυσμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου