του Παναγιώτη Σωτήρη
(παρέμβαση στο συνέδριο του περιοδικού Historical Materialism στο Λονδίνο, 10-13 Νοεμβρίου 2011)
Είτε το θέλουμε είτε όχι τις τελευταίες εβδομάδες εξελίχτηκε στην Ελλάδα ένα ιδιότυπο μεταμοντέρνο πραξικόπημα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, αφού εφάρμοσε πολιτικές εξοντωτικής λιτότητας, που οδήγησαν σε μια κοινωνική καταστροφή, και έχασε κάθε νομιμοποίηση, κλήθηκε με βάση τις συμφωνίες της 26/10 να εφαρμόσει ένα δεκαετές πρόγραμμα ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας και περιορισμένης οικονομικής κυριαρχίας. Επέλεξε έτσι το δρόμο της «ηρωικής εξόδου» μέσα από ένα δημοψήφισμα. Αν και σχεδιάστηκε για να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη για να αποδεχτεί τις πολιτικές της κοινωνικής βαρβαρότητας, το δημοψήφισμα εμπεριείχε το υπαρκτό ενδεχόμενο που επέβαλε η Τρόικα ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ. Υπό το φόβο ότι κάτι τέτοιο δεν θα αποσταθεροποιούσε όχι μόνο το ελληνικό πακέτο λιτότητας αλλά και όλη την χρηματοοικονομική και νομισματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, οι ηγέτες των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, το διευθυντήριο της ΕΕ και το ΔΝΤ, εξαπέλυσαν μια άνευ προηγουμένου επίθεση ενάντια στο δημοψήφισμα, χρησιμοποιώντας όλες τις μορφές ανοιχτού εκβιασμού, συμπεριλαμβανόμενης της απειλής για μια υποχρεωτική χρεοκοπία και αποπομπή από την ευρωζώνη. Η άλλη προφανής λύση, δηλαδή η άμεση προκήρυξη εκλογών, αν και αποτέλεσε ρητό αίτημα και της ΝΔ, επίσης απορρίφθηκε, καθώς εμπεριείχε τον κίνδυνο της καθυστέρησης ή της αμφισβήτησης των μέτρων που έχουν επιβληθεί. Έτσι, η απαίτηση ήταν για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας», της οποίας το πρόγραμμα (αλλά ακόμη και το πρόσωπο του πρωθυπουργού Λ. Παπαδήμου, τέως αντιπροέδρου της ΕΚΤ) ανοιχτά υπαγορεύτηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ. Σε πλήρη περιφρόνηση ακόμη και των κανόνων της «δυτικής» φιλελεύθερης διακυβέρνησης και της εθνικής κυριαρχίας, απαίτησαν ότι αυτή η πολιτική, που ισοδυναμεί με μια εξαιρετικά βίαιη αλλαγή κοινωνικού παραδείγματος, όχι μόνο θα αποτελούσε αντικείμενο διακομματικής συμφωνίας αλλά και θα εφαρμοζόταν πριν από οποιαδήποτε νέα εκλογική διαδικασία. Το μήνυμα ήταν απλό: δεν υπάρχει περιθώριο για άσκηση πολιτικής πέραν από τις απαιτήσεις των αγορών και των διεθνών οργανισμών. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα καθώς και τα διαπλεκόμενα ΜΜΕ ανοιχτά υποστήριξαν αυτή τη στρατηγική παρουσιάζοντας την τεχνητή εικόνα μιας κοινωνίας που υποτίθεται ότι απαιτούσε «συναίνεση» στην κορυφή,
Όλα αυτά έρχονται ως αποτέλεσμα μιας διπλής πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα. Στην κορυφή έχουμε την κρίση της πολιτικής σκηνής και τη δύσκολη προσαρμογή του κομματικού συστήματος στις απαιτήσεις της «θεραπείας σοκ» και του νέου καθεστώτος μειωμένης κυριαρχίας. Όμως, προς τα κάτω έχουμε μια βαθύτερη πολιτική κρίση, μια αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα εν γένει.
Αυτή η αυξανόμενη αποξένωση της κοινωνίας από την πολιτική σκηνή πήρε συλλογικές μορφές. Ζήσαμε στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες έναν κύκλο κοινωνικής διαμαρτυρίας και αντιπαράθεσης σχεδόν εξεγερσιακό στη δυναμική του. Αυτό φαίνεται από την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, όπως αποτυπώθηκε στο τεράστιο κύμα απεργιών στο δημόσιο τομέα, στις καταλήψεις Υπουργείων, στη γενική απεργία στις 19-20 Οκτώβρη, στη μεγάλη πραγματική αλλά και συμβολική αξία που είχε η παρέμβαση στις παρελάσεις στις 28 Οκτώβρη και η διακοπή της παρέλασης στη Θεσσαλονίκη, στην πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση των απαιτήσεων και στην ανάδυση ενός πλήθους μορφών αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης. Άλλωστε, από τις τέλος του Μάη έως και τον Ιούλιο του 2011 είχαμε τη μοναδική εμπειρία του κινήματος στις Πλατείες, της μεγαλύτερης ακολουθίας συλλογικών διαμαρτυριών των τελευταίων δεκαετιών, που περιελάμβανε μια εξαιρετικά πρωτότυπη εμπειρία άμεσης δημοκρατίας στην πράξη.
Η πιο σημαντική και ελπιδοφόρα πλευρά όλων αυτών ήταν η επανεμφάνιση και την ίδια στιγμή ανασύνθεση του λαού, όχι μόνο ως μιας δυνητικά αντικαπιταλιστικής κοινωνικής συμμαχίας, αλλά και ως συλλογικού πολιτικού υποκειμένου που αρθρώνει απαιτήσεις και συλλογικές προσδοκίες μέσα από διαδικασίες παράλληλες προς τις τυπικές κοινοβουλευτικές μορφές αντιπροσώπευσης. Οι μαζικές διαδηλώσεις όχι μόνο ως επίδειξη «συλλογικής ισχύος» αλλά και ως τρόπος να οικοδομηθούν συλλογικότητες, η μαζική συνέλευση σε μια πλατεία ως τρόπος ώστε άνθρωποι με διαφορετική κοινωνική και πολιτική προέλευση να συναντηθούν, οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων από απεργούς, οι πολλαπλές μορφές συλλογικής ανυπακοής, όλα αυτά αποτέλεσαν τρόπους για να έρθουν κοντά διαφορετικές κοινωνικές εμπειρίες και να αρθρωθούν κοινές διεκδικήσεις που όσο σχηματικές και εάν φαίνονται, έχουν ως κοινό στοιχείο την εχθρότητα του εργαζόμενου λαού, είτε μιλάμε για μισθωτούς, είτε για ανέργους, είτε για αυτοαπασχολούμενους ενάντια σε ό,τι γίνεται αντιληπτό ως η βία της αγοράς και ιδιαίτερα των διεθνών αγορών, ενάντια στην κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο και η μαζική χρήση ελληνικών σημαιών, που πολλές φορές παρερμηνεύτηκε ως «εθνικισμός», ήταν στην πραγματικότητα η ανάδυση αυτής της απαίτησης για συλλογική αντίσταση, αξιοπρέπεια και λαϊκή κυριαρχία. Γι’ αυτό το λόγο και η διακοπή των στρατιωτικών παρελάσεων δεν ήταν μόνο ένας τρόπος για διαμαρτυρία αλλά και μια προσπάθεια να διεκδικήσουν τη συμβολική ιστορική συνέχεια με μια συλλογική μνήμη της λαϊκής αντιφασιστικής αντίστασης.
Με βάση τα παραπάνω η ίδια η έννοια της κυριαρχίας αποκτά ένα διαφορετικό νόημα. Οι δυνάμεις του κεφαλαίου είναι έτοιμες να αποδεχθούν μορφές μειωμένης οικονομικής και σε τελική ανάλυση πολιτικής κυριαρχίας ως έναν τρόπο για να αλλάξουν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, μέσα από διαδικασίες όπως είναι η νέα Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση και οι νέοι μηχανισμοί της μόνιμης οικονομικής επιτήρησης που επιβάλλονται στο όνομα της κρίσης χρέους. Γι’ αυτό το λόγο τα κύματα λιτότητας που επιβάλλονται σήμερα και η διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών γίνονται αντιληπτά προσπάθεια να υπονομευτεί το δικαίωμα της κοινωνίας να έχει όποια μορφή κοινωνικής διαρρύθμισης κρίνει κατάλληλη. Μπαίνουμε σε μια μεταδημοκρατική και μεταηγεμονική μορφή καπιταλιστικής διακυβέρνησης που μέσα από την επίκληση μιας «κατάστασης διαρκούς οικονομικής έκτακτης ανάγκης» αρνείται οποιαδήποτε πραγματική συζήτηση των πολιτικών επιλογών, παρουσιάζοντας την πολιτική ως μια διαδικασία «αυτόματου πιλότου» και απλής υποταγής στις απαιτήσεις των αγορών.
Κατά συνέπεια, η απαίτηση να ανακτήσουμε την κυριαρχία στο όνομα του λαού και μιας ριζοσπαστικής εναλλακτικής πολιτικής λύσης έχει ένα βαθιά ταξικό χαρακτήρα και είναι στον πυρήνα της ένα διεθνιστικό αίτημα. Αντιπροσωπεύει την προσπάθεια να αποδεσμευτούν κοινωνικοί σχηματισμοί από την κοινωνική βία του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, μέσα από κρίσιμα βήματα όπως η άρνηση αποπληρωμής του χρέους και η έξοδος από το ευρώ, και να πειραματιστούμε με μη καπιταλιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης.
Σε ένα μέρος της μαρξιστικής και ευρύτερα ριζοσπαστικής παράδοσης υπήρχαν πάντοτε αναστολές για τις έννοιες και του λαού και της λαϊκής κυριαρχίας, εξαιτίας της συσχέτισης με μορφές αστικής μυστικοποίησης του κοινωνικού ανταγωνισμού και της πολιτικής κυριαρχίας, όπως αποτυπώθηκαν στην εικόνα του λαού που αποτυπώθηκε στην Ευρωπαϊκή συνταγματική παράδοση που μυστικοποιεί τη διαίρεση, τον αγώνα και την εκμετάλλευση. Όμως, πρέπει να την διεκδικήσουμε εκ νέου και να την μετασχηματίσουμε. Πρέπει να ξανασκεφτούμε την ίδια την έννοια του λαού με τρόπους που περιλαμβάνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την αντίθεση όχι μόνο στα διεθνή κέντρα εξουσίας αλλά και στις εγχώριες δυνάμεις του κεφαλαίου, που την αντιπαραθέτουν σε όλες τις μορφές του ρατσισμού και την ταυτίζουν όχι με το έθνος ή το αφηρημένο σύνολο των πολιτών αλλά με τη συμμαχία όλων αυτών μέσα σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξαρτώνται από την εργατική τους δύναμη για να επιβιώσουν. Ακόμη, θα πρέπει να περιλαμβάνει τον πειραματισμό με μη κοινοβουλευτικές μορφές δημοκρατίες. Οι τρέχουσες μορφές άμεσης δημοκρατίας του αγώνα και μη ιεραρχικών μορφών συντονισμού που αναδύονται στον τρέχοντα διεθνή κύκλο διαμαρτυρίας δεν θα πρέπει να ειδωθούν ως εργαλειακοί τρόποι για την ικανοποίηση διεκδικήσεων αλλά ως μορφές μιας αναδυόμενης «δυαδικής εξουσίας». Την ίδια στιγμή πρέπει να σκεφτούμε την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας ως μια μορφή συλλογικού αυτοκαθορισμού, ως συλλογική πολιτική ικανότητα να αμφισβητηθούν και να ανατραπούν μορφές καπιταλιστικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης (και ως εξαναγκαστική ικανότητα να επιβληθεί η «βούληση του λαού» ενάντια στους όποιους «εχθρούς του λαού») και ως συλλογική προσπάθεια να δημιουργηθούν νέες κοινωνικές μορφές που να στηρίζονται στη συνεργασία, την αλληλεγγύη και ένα μη εκμεταλλευτικό παραγωγικό υπόδειγμα. Αυτή είναι μια κρίσιμη πλευρά οποιασδήποτε πολιτικής με αναφορά στο μαρξισμό ή την κομμουνιστική προοπτική σήμερα.
Έχοντας βιώσει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα τόσο το αρνητικό «καταστροφικό» πρόσωπο που μπορούν να έχουν ενίοτε οι σύγχρονες εξεγερσιακές πρακτικές, όπως ίσχυσε σε κάποιες στιγμές το Δεκέμβρη του 2008, αλλά και την τρέχουσα περισσότερο θετική πλευρά των αγώνων, της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης, είναι σαφές ότι χρειαζόμαστε μια Αριστερά που να μπορεί να σκεφτεί όχι με όρους αγώνα ή αντίστασης αλλά και με όρους εξουσίας και ηγεμονίας, που να τολμήσει να μιλήσει όχι απλώς για απαιτήσεις ή ανάγκες, αλλά και για το ποια πρέπει να είναι η γενική κατεύθυνση που πρέπει να πάρει μια κοινωνία. Η συνάρθρωση, μέσα στην τρέχουσα συγκυρία, ιδιαίτερα σε δυνητικούς «αδύναμους κρίκους» όπως είναι η Ελλάδα, της κρίσης της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης, της κρίσης του προγράμματος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη κρίσης των κυρίαρχων καπιταλιστικών «αναπτυξιακών» υποδειγμάτων και βέβαια της ανοιχτής πολιτικής κρίσης, ανοίγει δυνατότητες που δεν υπήρχαν μερικά χρόνια πριν, όταν οι δυνάμεις του κεφαλαίου έδειχναν να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Είναι η κρίσιμη στιγμή να κάνουμε την αναγκαία μετατόπιση από την αναντικατάστατη αρνητικότητα του ταξικού ανταγωνισμού προς την πάντα διακυβευόμενη θετικότητα ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου και να σκεφτούμε με όρους ηγεμονίας, της δυνατότητας νέων «ιστορικών μπλοκ», νέων αναγκαίων συναντήσεων ανάμεσα σε δυνητικά αντικαπιταλιστικές λαϊκές συμμαχίες, μετασχηματιστικά πολιτικά σχέδια και συγκεκριμένες αντικαπιταλιστικές εναλλακτικές λύσεις, που θα ανοίξουν νέες πραγματικά ριζοσπαστικές και προοδευτικές προοπτικές για κοινωνίες όπως η Ελλάδα, μακριά από την ακραία ιστορική οπισθοδρόμηση στην οποία μας σπρώχνουν οι δυνάμεις του κεφαλαίου.
πηγή:aristerovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου